- ἑρσήεις
- ἑρσήεις, εσσα, ἐερσήεις (ϝέρση): dewy, fresh, Il. 14.348, Il. 24.419, 757.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ερσήεις — ἑρσήεις, εσσα, εν και επικ. τ. ἐερσήεις, εσσα, εν και δωρ. ἑρσάεις, εσσα, εν (Α) [έρση] 1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών») 2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος … Dictionary of Greek
ἑρσήεις — dewy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσῆεν — ἑρσήεις dewy masc voc sg ἑρσήεις dewy neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσήεντα — ἑρσήεις dewy neut nom/voc/acc pl ἑρσήεις dewy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐερσήεις — ἑρσήεις dewy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐερσήεντι — ἑρσήεις dewy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσήεντι — ἑρσήεις dewy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσήεντος — ἑρσήεις dewy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρσήεσσαι — ἑρσήεις dewy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερσώδης — ἐρσώδης, ες (Α) [έρση] δροσερός, βλ. ερσήεις … Dictionary of Greek